διεστραμμένος

διεστραμμένος
перверзен

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διεστραμμένος — διαστρέφω turn different ways perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκολιόγνωμος — ον, Μ διεστραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «διεστραμμένος, στριφνός» + γνωμος (< γνώμη)] …   Dictionary of Greek

  • διαστρέφομαι — διαστρέφομαι, διαστράφηκα, διεστραμμένος βλ. πίν. 210 Σημειώσεις: διαστρέφομαι : η μτχ. διεστραμμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο → αυτός που παρουσιάζει (σεξουαλική κυρίως) διαστροφή …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αφορίζω — (AM ἀφορίζω) [ορίζω] αποκόπτω κάποιον πιστό από το σώμα της Εκκλησίας νεοελλ. Ι. (η μτχ. παθ. παρακμ.) αφορισμένος και αφορεσμένος, η, ο 1. αυτός που έχει αφοριστεί από τις εκκλησιαστικές αρχές 2. ο καταραμένος 3. αισχρός, διεστραμμένος αρχ. Ι.1 …   Dictionary of Greek

  • αφύσικος — η, ο (AM ἀφύσικος, ον) αυτός που δεν είναι φυσικός, ο αντίθετος προς του νόμους της φύσης νεοελλ. 1. προσποιητός, ασυνήθιστος 2. υπερβολικά μεγάλος 3. αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλο πέος 4. αισχρός, βδελυρός 5. σεξουαλικά διεστραμμένος 6.… …   Dictionary of Greek

  • διάστροφος — ο (AM διάστροφος) 1. αυτός που έχει υποστεί διαστροφή, διεστραμμένος, διαστρεβλωμένος 2. διεφθαρμένος, αυτός που παρεκτρέπεται από το φυσιολογικό 3. αυτός που δεν έχει φυσιολογική ανάπτυξη («τῶν κλάδων τοὺς διαστρόφους φυέντας») νεοελλ. κακός,… …   Dictionary of Greek

  • διαστρέφω — (AM διαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς διάφορες κατευθύνσεις. 2. αλλοιώνω, παραμορφώνω, διαστρεβλώνω 3. (με ηθική έννοια) διαφθείρω, καταστρέφω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαστρεμμένος και διεστραμμένος (για ανθρ.) διεφθαρμένος ή ανώμαλος …   Dictionary of Greek

  • εκστρέφω — (AM ἐκστρέφω) 1. στρέφω προς τα έξω, ανασπώ, ξεριζώνω («ἄνεμος βόθρου τ ἐξέστρεψε (δένδρον)» ο άνεμος ξερίζωσε το δέντρο από τον λάκκο του, Ιλ. Ρ.) 2. στρέφω το μέσα έξω, γυρίζω ανάποδα, αναποδογυρίζω 3. μτφ. μεταστρέφω, αλλάζω εντελώς… …   Dictionary of Greek

  • ενδιάστροφος — ἐνδιάστροφος (Α) διεστραμμένος, φαύλος …   Dictionary of Greek

  • ενδιαλλάσσω — ἐνδιαλλάσσω και ἐνδιαλλάττω (Α) 1. μεταβάλλω, αλλοιώνω 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐνδιαλλαγμένος σεξουαλικά διεστραμμένος …   Dictionary of Greek

  • κακόμαγος — κακόμαγος, ὁ (Μ) αυτός που κάνει άσχημα μάγια, κακός, διεστραμμένος μάγος («ἀρχὴ τῆς ὑποθέσεως τῆς κακομάγου γραίας», Καλλίμ. και Χρυσορ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”